Πάνος Αραβαντινός (1884-1930) - Σκηνογράφος
Βιογραφικό
Ο Πάνος Αραβαντινός, γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Κέρκυρα 7 Σεπτεμβρίου 1884 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ακολούθησε καλλιτεχνικές σπουδές αρχικά παρακολουθώντας μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Αργότερα, έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών στο Βερολίνο, όπου διδάχθηκε σχέδιο από τους καθηγητές Έρεντραουτ και Φρήντριχ και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από τον καθηγητή Σέφερ, Από το 1907 ως και το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Παρίσι και ταξίδεψε σε Ελβετία, Ολλανδία και Αγγλία.
Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) ως έφεδρος αξιωματικός και η πρώτη του σκηνογραφική δουλειά ήταν η διακόσμηση εορταστικών τελετών για τις ελληνικές νίκες στο Αργυρόκαστρο. Από το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και ως το 1917, έζησε στο πατρικό του σπίτι στην Αθήνα. Καθιερώθηκε ως προσωπογράφος της «υψηλής κοινωνίας», ζωγραφίζοντας τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Παράλληλα, εργάστηκε ως σχεδιαστής και σκηνογράφος επιβλέποντας σκηνικά και κοστούμια για οπερέτες σε θέατρα της Αθήνας και του Πειραιά και για τα νεοεμφανιζόμενα έργα της Ελληνικής Μουσικής Σχολής, στα πλαίσια της οποίας συνεργάστηκε με τον Καλομοίρη στον «Πρωτομάστορα», τον Σαμαρά στο «Πόλεμος εν Πολέμω» και τον Λεχάρ στα έργα «Πριγκίπισσα της Σάσσωνος», «Κρητικοπούλα», «Εύθυμη χήρα» και την επιθεώρηση του Λυρικού θεάτρου «Ξιφίρ–Φαλέρ».
Το 1917 ακολούθησε τον πρίγκιπα Νικόλαο στην Ελβετία, όπου φιλοτέχνησε πορτρέτα πολλών προσωπικοτήτων. Το ίδιο έτος μετανάστευσε στο Βερολίνο, έχοντας ετοιμάσει τα σχέδια για το έργο «Η Παρθένος της Ορλεάνης» του Σίλλερ. Εκεί ξεκίνησε μια περίοδος συνεργασίας με τη Βασιλική Όπερα με πρώτη παράσταση «Το μυστικό της Σουζάνας» του Ερμάνο Βολφ-Φερράρι στις 5 Δεκεμβρίου 1919. Η καλύτερη στιγμή για το νέο σκηνογράφο ήταν το ανέβασμα της όπερας «Η Γυναίκα δίχως σκιά» του Ρίχαρντ Στράους, μια παράσταση που ενθουσίασε το κοινό.
Τη δεκαετία 1920 – 1930, ο Πάνος Αραβαντινός με πολλές από τις δημιουργίες του έφερε ένα ανανεωτικό πνεύμα στην σκηνογραφία. Το 1921 βραβεύτηκε από το Κυβερνητικό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας για το αρχιτεκτονικό σχέδιο που εκπόνησε για τα κρατικά θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών στο Βερολίνο. Το 1926 τιμήθηκε με τον τίτλο του καλλιτεχνικού συμβούλου των γερμανικών θεάτρων και του ανατέθηκε η οργάνωση δικής του σχολής σκηνογραφίας στα ατελιέ της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, ενώ η δράση του επεκτάθηκε και στα θέατρα άλλων γερμανικών πόλεων. Το 1927 κλήθηκε στην Αθήνα, για να δώσει οδηγίες σχετικά με την ανακαίνιση της σκηνής του Δημοτικού και του Βασιλικού Θεάτρου.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Αραβαντινού τελείωσε με τον πρόωρο θάνατό του, την 1η Δεκεμβρίου 1930. Μεγάλο μέρος των σχεδίων του σώζεται σήμερα και φυλάσσεται για τις επόμενες γενιές στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά και στις Πινακοθήκες Βερολίνου, Μονάχου και Αμβούργου, στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και στο Μουσείο Μπενάκη. Για μια δεκαετία μετά το θάνατό του, οι σκηνογραφίες του εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται σε γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα, ενώ ο ίδιος αναφέρεται μεταξύ των σκηνογράφων του 20ου αιώνα.
Στο σκηνογραφικό λυρικό ρεπερτόριο του Αραβαντινού περιλαμβάνονται διάσημες παραστάσεις, όπως η παράσταση «Χριστόφορος Κολόμβος» του Κλωντέλ Μιλό και οι όπερες «Βότσεκ» του Άλμπαν Μπέργκ, «Η απαγωγή από το Σεράι», «Οι γάμοι του Φίγκαρο» και «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, «Ο ελεύθερος σκοπευτής» και «Ομπερόν» του Βέμπερ, «Ο ιπτάμενος Ολλανδός», «Τανχόυζερ», «Τριστάνος και Ιζόλδη» και «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ, «Άιντα», «Οθέλλος», «Η δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι, «Τόσκα» και «Μποέμ» του Πουτσίνι. Σημαντική ήταν η συμμετοχή του σε μια πλειάδα από παγκόσμιες πρώτες και νέες παραγωγές έργων των Μπουζόνι, Ντεμπυσσύ, Ντε Φάλλα, Προκόφιεφ, Σρέκερ, Στράους, Στραβίνσκι, Βάιλ και Βάινμπεργκερ.